σκέπει

σκέπει
σκέπος
neut nom/voc/acc dual (attic epic)
σκέπεϊ , σκέπος
neut dat sg (epic ionic)
σκέπος
neut dat sg
σκέπω
pres ind mp 2nd sg
σκέπω
pres ind act 3rd sg
σκεπάω
cover
pres imperat act 2nd sg (attic epic ionic)
σκεπάω
cover
imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • περιστέλλω — ΝΜΑ νεοελλ. καταστέλλω, συγκρατώ, χαλιναγωγώ («πρέπει να περισταλεί το ρεύμα τού εκφυλισμού») νεοελλ. μσν. περιορίζω, ελαττώνω την έκταση, την ένταση ή την ποσότητα («η κυβέρνηση περιέστειλε τις δαπάνες τών εξοπλισμών») αρχ. 1. επενδύω, περιβάλλω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”